- πουκαμισάδικο
- τό1) мастерская по пошиву сорочек; 2) магазин сорочек
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πουκαμισάδικο — το, Ν 1. εργαστήριο κατασκευής, υποκαμίσων 2. κατάστημα πώλησης υποκαμίσων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πουκαμισαδ τού πληθ. τού πουκαμισάς + κατάλ. ικο (πρβλ. ραφτ άδικο)] … Dictionary of Greek
πουκαμισάδικο — το εργαστήριο κατασκευής πουκάμισων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)